- ἀνυδρίαν
- ἀνυδρίᾱν , ἀνυδρίαwant of waterfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαυχμώ — (I) έω ή άω ἐξαυχμῶ (Α) [αυχμώ] ξεραίνομαι («ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ἀνυδρίαν», Θεοφρ.). (II) όω ἐξαυχμῶ [αυχμός] ξεραίνω («ἐξαυχμοῡται και ἐξυδατοῡται», Διογ. Λαέρτ.) … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek